τορνευτικός

From LSJ
Revision as of 13:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνευτικός Medium diacritics: τορνευτικός Low diacritics: τορνευτικός Capitals: ΤΟΡΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: torneutikós Transliteration B: torneutikos Transliteration C: torneftikos Beta Code: torneutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for turning on a lathe: ἡ -κή (sc. τέχνη) v.l. for τορευ- in M.Ant.5.1.

German (Pape)

[Seite 1130] zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τορνευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορνεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τορνευτική
η τέχνη του τορνευτή.