τροχαδάριος
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
ὁ, (τροχάς) A shoemaker, IG3.3463.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχάς, άδος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius)].