τρωτέον
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
A one must wound, Sor.2.64.
Greek (Liddell-Scott)
τρωτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ τιτρώσκω, δεῖ τιτρώσκειν, Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. 118Α.