φλιδών

From LSJ
Revision as of 14:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλιδών Medium diacritics: φλιδών Low diacritics: φλιδών Capitals: ΦΛΙΔΩΝ
Transliteration A: phlidṓn Transliteration B: phlidōn Transliteration C: flidon Beta Code: flidw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, A fold, wrinkle, Hsch. (pl.). φλίεθος· καρποφόρος, Id.

Greek (Liddell-Scott)

φλιδών: -όνος, πτυχὴ ἢ ῥυτίς, «φλιδόνες· τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες· τινὲς δὲ σφυγμοί» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλιδόνες
τὰ ἐν τοῖς ἱματίοις σπάσματα καὶ ῥυτίδες, τινὲς δὲ σφυγμοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ- (βλ. λ. φλίω), πρβλ. χλίδων: χλιδή: χλίω.