χρεωστικῶς
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
Adv. A as a debt, Eust.56.35.
Greek (Liddell-Scott)
χρεωστικῶς: ἐπίρρ. κατὰ χρέος, τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα χρεωστικῶς Ἀμφιλόχ. σ. 21. ἔκδ. Combef., Εὐστ. 56. 35.
Greek Monolingual
χρεωστικῶς, ΝΜ
επίρρ. βλ. χρεωστικός.