ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Full diacritics: ἀλυταρχία | Medium diacritics: ἀλυταρχία | Low diacritics: αλυταρχία | Capitals: ΑΛΥΤΑΡΧΙΑ |
Transliteration A: alytarchía | Transliteration B: alytarchia | Transliteration C: alytarchia | Beta Code: a)lutarxi/a |
ἡ, A office of ἀλυτάρχης, Cod.Just.1 36.1; cf. ἀλύτης.
ἀλυταρχία: ἡ, ἡ τοῦ ἀλυτάρχου ἀρχή, Κῶδ. Ἰουστιν. 1, 36, 1.
-ας, ἡ jefatura de policía en Siria Cod.Iust.1.36.
ἀλυταρχία, η (AM) ἀλυτάρχης
το αξίωμα και το έργο του αλυτάρχη.