ἀμαλητόμος
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
ον, (τέμνω) A reaper, Opp.C.1.522.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαλητόμος: -ον, (τέμνω) θεριστής, Ὀππ. Κ. 1. 522.
Spanish (DGE)
(ἀμᾰλητόμος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
segador Opp.C.1.522.
Greek Monolingual
ἀμαλητόμος, -ον (Α)
αυτός που κόβει τα στάχυα, θεριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάλη + -τομος < τόμος < τέμνω.