ἀναφράζω
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
English (LSJ)
A relate, describe, Eun.Hist.p.223 D.; Med., to be aware of, οὐλὴν ἀμφράσσαιτο Od.19.391.
Spanish (DGE)
1 en v. med. darse cuenta de οὐλήν Od.19.391.
2 en v. act. descubrir, narrar ἐν ἐπιστολαῖς Eun.Hist.p.223.
Greek Monolingual
ἀναφράζω (Α)
1. εκθέτω, ανιστορώ
2. (μέσ., -ομαι) αναγνωρίζω, ξαναθυμάμαι.