ἀντιρροπή
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ἡ, A counterpoise, Hp.Art.38,39 (v.l. ἀντιρροπίη, as in Gal.18 (1).481).
Greek Monolingual
ἀντιρροπή κ. ἀντιρροπία, η (Α) αντιρρέπω
ισορροπία, συμμετρία.