ἀπακταίνω
From LSJ
τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body
English (LSJ)
A to be unequal to violent exercise, Hsch.
German (Pape)
[Seite 275] 1) ohne Kraft sein, sich zu bewegen, VLL. – 2) durch heftige Bewegung ermüden; Plat. Legg. II, 672 c will man ändern, Ruhnk. Tim. p. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπακταίνω: «ἀπακταίνων· ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» Ἡσύχ. ΙΙ. μεταβ. κουράζω τινά διὰ βιαίας ἀσκήσεως, ὡς πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ ἐν Πλάτ. Νόμ. 772C, πρβλ. Ρουγκίου Τίμ. ἐν λέξ. ἀκταίνειν.