ἀπειλητής
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
οῦ, δ, A = ἀπειλητήρ, D.S.5.31, J.BJ1.10.4.
German (Pape)
[Seite 283] ὁ, = ἀπειλητήρ, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειλητής: -οῦ, ὁ, = ἀπειλητήρ, Διόδ. 5. 31.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
amenazador ἀπειλητὴς ἅμα καὶ σόμβουλος ὤν I.BI 1.201, ἀ. τε καὶ ἀνατατικοὶ ... ὑπάρχουσι D.S.5.31.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
ἀπειλητής: οῦ ὁ Diod. = ἀπειλητήρ.