ἀώριος
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
α, ον, A = ἄωρος (A), Thphr.CP2.2.2, Arat.1076, AP7.600 (Jul.Aegypt.); ἀὥριος IG12.980: nom. pl. fem. ἀώριαι Ἐφ.Ἀρχ. 1911.59 (Peraea, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 422] zur Unzeit, Theophr.; τύμβος, unzeitig, zu frühzeitig, Iul. Aeg. 56 (VII, 600).
Greek (Liddell-Scott)
ἀώριος: -α, -ον, = ἄωρος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 2, 2, Ἄρατ. 1076, Ἀνθ. Π. 7. 600.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): ἀhόριος CEG 75 (Atenas V a.C.)
I fuera de tiempo de frutos no en sazón, no maduro Thphr.CP 2.2.2, δαπέδῳ πέσε καρπὸς ἀ. Nonn.D.2.78.
II de pers.
1 nacido antes de tiempo de Dioniso θνητὸς ἀνὴρ πέλεν οὗτος ἀ. Nonn.D.20.206.
2 muerto prematuramente, CEG l.c., νέον ἔσχον ἀώριον Nonn.D.11.276, Σειρῆνος ... ὕμνον ἀκούων ... ἀ. εἵλκετο ναύτης Nonn.D.2.12, Σεμέλην ἐλέαιρεν ἀώριον Nonn.D.11.265
•en enálage ἀ. τύμβος AP 7.600 (Iul.); cf. ἀγώρις.
Greek Monolingual
ἀώριος, -ία, -ιον (Α) ώρα
ο άωρος.
Greek Monotonic
ἀώριος: -α, -ον, = ἄωρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀώριος: преждевременный, безвременный (τύμβος Anth.).