ἁπαλοσώματος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον, A of tender body, Ar.Fr.54 D.
Greek Monolingual
ἁπαλοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει τρυφερό σώμα.