ἐκκορυφόω
English (LSJ)
λόγον A tell a tale summarily, state the main points, Hes. Op.106 :—Pass., ἐκκεκορύφωται ὁ λόγος Hp.Morb.4.48.
German (Pape)
[Seite 764] die Hauptpunkte vortragen; λόγον Hes. O. 106.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκορῠφόω: λόγον, διηγοῦμαί τι συντόμως ἐκτιθεὶς μόνον τὰ οὐσιωδέστατα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 106· ὡς τὸ ἀνακεφαλαιόω.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
(ἐκκορῠφόω) I 1exponer brevemente λόγον Hes.Op.106, v. pas. ὁ λόγος πᾶς ἐκκεκορύφωται Hp.Morb.4.48.
2 fig. acumular, exagerar ἁμαρτιῶν ὄγκον Mac.Aeg.M.34.897C.
II en v. med.-pas., medic. sacar la cabeza, asomar, aflorar en la piel, de heridas internas τούτοις ... οἱ ἰατροὶ χειρίζουσιν ἔνθα ἐκκορυφοῦται (ἡ φλεγμονή) μάλιστα Rufus en Aët.11.18 (p.104).
Greek Monotonic
ἐκκορῠφόω: διηγούμαι κάτι σύντομα, συνοψίζω, συγκεφαλαιώνω, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκορῠφόω: рассказывать в общих чертах (λόγον τινά τινι Hes.).