ἐναντιόφρων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A = ἐναντιογνώμων, Cat.Cod. Astr.8(4).194.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιόφρων: -ον, ὁ ἐναντία φρονῶν, Ἀνών. Cod. Par. 2506, fol. 14 ro.
Spanish (DGE)
-ον
de ánimo contencioso dicho de los nacidos bajo cierto astro Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).194.7.
Greek Monolingual
-ον (Μ ἐναντιόφρων, -ον)
αυτός που φρονεί τα αντίθετα, που έχει αντίθετη γνώμη, που εναντιώνεται σε κάτι.