ἐνδιαλλάττω

Revision as of 08:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Attic for ἐνδιαλλάσσω, A alter, Arist.Phgn.806a13:—Pass. ἐνδιαλλαγμένος, sodomite, LXX 3 Ki.22.47, Aq.Ge.38.21.

German (Pape)

[Seite 833] darin verändern, Arist. physiogn. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαλλάσσω: Ἀττ. -ττω, μεταβάλλω, Ἀριστ. Φυσιογν. 1. 14.

Spanish (DGE)

1 alterar, transformar ὅσα δὲ παθήματα ἐγγινόμενα τῇ ψυχῇ μηδέν τι ἐνδιαλλάττει τὰ σημεῖα τὰ ἐν τῷ σώματι Arist.Phgn.806a13
cambiar, mudar τὰ ῥήματα Hippol.Haer.5.11.1.
2 part. perf. pas. ὁ ἐνδιηλλαγμένος invertido, sodomita Aq.3Re.22.47
ἐνδιηλλαγμένη prostituta, meretriz Aq.Ge.38.21, De.23.17.

Greek Monolingual

ἐνδιαλλάσσω και ἐνδιαλλάττω (Α)
1. μεταβάλλω, αλλοιώνω
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐνδιαλλαγμένος
σεξουαλικά διεστραμμένος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαλλάσσω: атт. ἐνδιαλλάττω (в чем-л.) изменять (τι ἔν τινι Arst.).