alterar
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Spanish > Greek
διαλλοιόω, ἐκπονηρεύω, ἐνδιαλλάσσω, ἐναμείβω, διεναλλάσσω, δινάκω, ἀλλοιόω, ἀλλάσσω, ἐξαλλάσσω, ἐναλλοιόω, διαλλάσσω, ἀναθορυβέω, ἐξαλλοιόω, ἐκκλίνω, ἀνακογχυλιάζω, διαφθείρω, διασφάλλω, ἀπονεύω, ἐναλλάσσω, διαφορέω, διακινέω, διακυκάω, διαταράσσω