cambiar
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Spanish > Greek
διαβαίνω, διαλλοιόω, ἐνδιαλλάσσω, ἐναμείβω, ἐκβάλλω, διεναλλάσσω, δινάκω, ἀλλοιόω, ἀμείβω, ἀνταλλάσσω, ἀλλάσσω, ἐξαλλάσσω, ἐναλλοιόω, διαμείβω, ἀντιμεταβάλλω, διαλλάσσω, ἐγχωρέω, διαποικίλλω, ἀντικαταλλάσσω, ἐναλλάσσω, ἐξαμείβω, ἀντιλαμβάνω, ἐκστρέφω, ἐκβαίνω, διαστρέφω