ἕδραμα
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Full diacritics: ἕδρᾱμα | Medium diacritics: ἕδραμα | Low diacritics: έδραμα | Capitals: ΕΔΡΑΜΑ |
Transliteration A: hédrama | Transliteration B: hedrama | Transliteration C: edrama | Beta Code: e(/drama |
ατος, τό, A = ἕδρα 1, IG4.951.115 (Epid.).
ἕδραμα: ἕδρασμα, ἐπὶ ἑδράματός τινος καθῖζε Ἐπιγρ. Ἐπιδ. 3339115.
-ματος, τό
asiento ἐπὶ ἑδράματός τινος καθῖζε IG 42.121.115 (Epidauro IV a.C.).