ἱερωτεία

From LSJ
Revision as of 12:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερωτεία Medium diacritics: ἱερωτεία Low diacritics: ιερωτεία Capitals: ΙΕΡΩΤΕΙΑ
Transliteration A: hierōteía Transliteration B: hierōteia Transliteration C: ieroteia Beta Code: i(erwtei/a

English (LSJ)

ἱερ-ωτεύω, A = ἱερατ-, SIG1009.12, 1010.3 (Chalcedon), BCH44.251 (Boeotia, i B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερωτεία: καὶ ἱερητεία, ἡ, = ἱερατεία, Dittenberger, Hermes 16, 171 (CIGr. 2656, 4), ἐξ Ἀλικαρν., Κουμανούδης ἐν Ἀθηναίῳ 7, 208 ἐκ Βιθυν. καὶ Χαλκηδόνος.

Greek Monolingual

ἱερωτεία και ἱερητεία, ἡ (Α)
βλ. ιερατεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερωτεύω. Ο τ. αντί ιερατεία].