ὀλιγόϋδρος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ον, A scant of water, Thphr.HP6.7.6 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 322] mit wenigem Wasser, wasserarm, Theophr., im superl.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόϋδρος: -ον, ὁ θέλων ὀλίγον ὕδωρ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 7, 6, ἐν τῷ ὑπερθ.