ὀκτάχρονος

From LSJ
Revision as of 12:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάχρονος Medium diacritics: ὀκτάχρονος Low diacritics: οκτάχρονος Capitals: ΟΚΤΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: oktáchronos Transliteration B: oktachronos Transliteration C: oktachronos Beta Code: o)kta/xronos

English (LSJ)

ον, A composed of eight time-units, Procl.in Prm.p.990S.

Greek Monolingual

και οχτάχρονος, -η, -ο (Α ὀκτάχρονος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών
αρχ.
αυτός που σύγκειται από οκτώ χρόνους, από οκτώ χρονικές μονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + χρόνος.