ὀξυμυρσίνη
English (LSJ)
ἡ, A = κεντρομυρσίνη, butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144, cf. 1.11, Androm. ap. Gal.13.842, Gal.6.643 ; also called χαμαιμυρσίνη, Plin.HN15.27, 23.165.
German (Pape)
[Seite 353] ἡ, die Stachelmyrte, Diosc.; auch das adj. ὀξυμύρσινος muß vorgekommen sein, da es Plin. lat. braucht.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠμυρσίνη: ἡ, ὡς τὸ κεντρομυρσίνη, ἡ ὀξέα φύλλα ἔχουσα μυρσίνη, καλουμένη καὶ χαμαιμυρσίνη, Πλίν. 15, 7., 23. 83.
Greek Monolingual
η (Α ὀξυμυρσίνη)
βοτ. φυτό που, κατά τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λειριίδες και είναι γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία λαγομηλιά.
Translations
ar: سفندر مدبب; az: ponti bigəvəri; bar: kosmanstaud; bg: бодлив залист; br: bug; ca: galzeran; co: caracutellu; da: musetorn; de: Stechender mäusedorn; el: λαγομηλιά; en: butcher's broom; eo: pika rusko; eu: erratz; fa: کولهخاس; fi: pikkuruskus; ga: giolcach nimhe; gl: xilbarbeira; gv: guilckagh; he: עצבונית החורש; hr: bodljikava veprina; hsb: wšědna myšaca wěcha; hu: szúrós csodabogyó; io: rusko; ja: ナギイカダ; kab: arereǧ; nap: avrusca; pl: myszopłoch kolczasty; ru: иглица колючая; sh: bodljikava veprina; ta: இலையடி பழச்செடி; tr: tavşanmemesi; uk: рускус колючий; vec: bruschi; zh: 假葉樹