ὀφελής
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Full diacritics: ὀφελής | Medium diacritics: ὀφελής | Low diacritics: οφελής | Capitals: ΟΦΕΛΗΣ |
Transliteration A: ophelḗs | Transliteration B: ophelēs | Transliteration C: ofelis | Beta Code: o)felh/s |
ές, A advantageous, POxy.237 viii 15 (ii A. D.).
ὀφελής, -ές (Α)
επωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλω (ΙΙ), επίθ. σχηματισμένο μτγν. πιθ. κατ' αποκοπή από τα σύνθ. σε -ωφελής (< ὄφελος)].