ὄκταλλος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ὁ, A v. ὄκκον.
German (Pape)
[Seite 317] ὁ, nach Arcad. 54 böotisch = ὀφθαλμός, man vermuthet ὄκκαλος. S. ὄκος, oculus.
Greek (Liddell-Scott)
ὄκταλλος: ὁ, ἴδε ὄκος.
Frisk Etymological English
See also: s. ὀφθαλμός.
Frisk Etymology German
ὄκταλλος: {óktallos}
See also: s. ὀφθαλμός.
Page 2,374