ὑπερανάστης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, A = μετανάστης, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερανάστης: -ου, ὁ, = μετανάστης. «ὑπερανάστης· μετανάστης, μεταβάτης» Ἡσύχ., Φώτ. ἐν λέξ. - Ἀδόκιμος λέξις κατὰ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο μετανάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + νάστης (< ναίω «κατοικώ), βλ. και λ. μετανάστης.