ὑποδηματάριος

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδημᾰτάριος Medium diacritics: ὑποδηματάριος Low diacritics: υποδηματάριος Capitals: ΥΠΟΔΗΜΑΤΑΡΙΟΣ
Transliteration A: hypodēmatários Transliteration B: hypodēmatarios Transliteration C: ypodimatarios Beta Code: u(podhmata/rios

English (LSJ)

ὁ, A sandalmaker, shoemaker, IG9(2).16.16 (Hypata, ii A. D.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδηματάριος: ὁ, ὑποδηματορράφος, ὑποδηματοποιός, «ὑποδηματᾶς», Κουρτ. Ἀττικ. Ἐπιγρ. 193.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κατασκευαστής υποδημάτων, υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius, πρβλ. πλακουντ-άριος].