διαλόγισμα
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
English (LSJ)
ατος, τό, = sq. ΙΙ, in pl., Epicur. Ep.1p.22, 2p.35U.
German (Pape)
[Seite 588] τό, Überlegung, Epic. bei D. L. 10, 68. 85.
Greek (Liddell-Scott)
διαλόγισμα: τό, ἑπ. ΙΙ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10.68 καὶ 85.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
razonamiento, reflexión Epicur.Ep.[2] 68, [3] 85, Carneisc.20.2, Phld.Rh.1.273 en Proc.XX Congr.Pap.391.
Russian (Dvoretsky)
διαλόγισμα: ατος τό Diog. L. = διαλογισμός.