ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Full diacritics: παγγόνατον | Medium diacritics: παγγόνατον | Low diacritics: παγγόνατον | Capitals: ΠΑΓΓΟΝΑΤΟΝ |
Transliteration A: pangónaton | Transliteration B: pangonaton | Transliteration C: paggonaton | Beta Code: paggo/naton |
τό, A = βήχιον 1, Ps.-Dsc.3.112.
παγγόνατον, το (Α)
φαρμακευτικό φυτό που ανακουφίζει από τον βήχα, το βήχιον.