αὐτοδιήγητος

From LSJ
Revision as of 14:55, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "‘([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)’" to "‘$1’")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοδιήγητος Medium diacritics: αὐτοδιήγητος Low diacritics: αυτοδιήγητος Capitals: ΑΥΤΟΔΙΗΓΗΤΟΣ
Transliteration A: autodiḗgētos Transliteration B: autodiēgētos Transliteration C: aftodiigitos Beta Code: au)todih/ghtos

English (LSJ)

ον, A narrated in the first person, opp. dialogue, D.L.9.111.

German (Pape)

[Seite 397] selbst erzählend, wie αὐτοπρόσωπος, nicht von Andern erzählen lassend, D. L. 9, 111.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοδιήγητος: -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, αὐτόθι.

Spanish (DGE)

-ον
narrado por uno mismo o en primera persona op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111.

Greek Monolingual

αὐτοδιήγητος, -ον (Α)
αυτός που εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο.