αὐτοδιήγητος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ον, A narrated in the first person, opp. dialogue, D.L.9.111.
German (Pape)
[Seite 397] selbst erzählend, wie αὐτοπρόσωπος, nicht von Andern erzählen lassend, D. L. 9, 111.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοδιήγητος: -ον, ἐξιστορούμενος ἀπ’ ἐυθείας, πρωτοπροσώπως, οὐχὶ ἐν σχήματι διαλόγου, Διογ. Λ. 9. 111· αὐτοδιηγούμενος, η ον, αὐτοπροσώπως διηγούμενος, αὐτόθι.
Spanish (DGE)
-ον
narrado por uno mismo o en primera persona op. a ‘en forma de diálogo’ ἑρμηνεία D.L.9.111.
Greek Monolingual
αὐτοδιήγητος, -ον (Α)
αυτός που εξιστορείται σε πρώτο πρόσωπο.