γαλιδεύς

Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

έως, ὁ, A a young weasel, Cratin.265.

German (Pape)

[Seite 472] ὁ, das Junge der γαλέη, Cratin. bei B. A. 88.

Greek (Liddell-Scott)

γαλῐδεύς: έως, ὁ, μικρὰ γαλῆ, «γατ(τ)άκι», Κρατῖν. Ὡρ. 19.

Spanish (DGE)

(γᾰλῐδεύς) -έως, ὁ cría de comadreja Cratin.291.

Greek Monolingual

γαλιδεύς, ο (Α)
γατάκι ή μικρό κουνάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλή + (υποκορ. επίθημα) -ιδεύς, που χρησιμοποιείται κυρίως σε λέξεις που δηλώνουν μικρά ζώα (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, λυκιδεύς κ.ά.].