ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
ἀδελφιδοῦς (-οῦ), ο (Α) ἀδελφόςγιος αδελφού ή αδελφής, ανιψιός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -ιδοῦς].