αινολεχής
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek Monolingual
αἰνολεχὴς (-οῦς), -ὲς (Α)
ο αινόλεκτρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰνὸς + -λεχὴς < λέχος «κλίνη»].