ὑπερφέρεια
English (LSJ)
ἡ, (ὑπερφερής) A haughtiness, pride, Aq.Jb.37.4, al.
German (Pape)
[Seite 1203] ἡ, Übermuth, Stolz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφέρεια: ἡ, (ὑπερφερής), τὸ ὑπερφέρειν, ὑπερέχειν, ἢ ὑπεροψία, ὑπερηφανία, Ἀκύλ. ἐν Παροιμ. Ιϛʹ, 19, Ἰὼβ ΛΖ΄, 4.