υπεροψία

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

η / ὑπεροψία, ΝΜΑ ὑπέροπτος (Ι)]
η ιδιότητα του υπερόπτη, έπαρση, αλαζονεία, οίηση, ξιπασιά (α. «η υπεροψία του δεν έχει όρια» β. «δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας», Πλούτ.)
αρχ.
1. περιφρόνηση, καταφρόνια («ὑπεροψίας τῶν συμμάχων», Ισοκρ.)
2. (με θετ. σημ.) αδιαφορία για κάτι επιβλαβές ή κακόἐγκράτεια τοίνυν σώματος ὐπεροψία κατὰ τὴν πρὸς θεὸν ὁμολογίαν», Κλήμ. Αλ.).