υπεροψία
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
Greek Monolingual
η / ὑπεροψία, ΝΜΑ ὑπέροπτος (Ι)]
η ιδιότητα του υπερόπτη, έπαρση, αλαζονεία, οίηση, ξιπασιά (α. «η υπεροψία του δεν έχει όρια» β. «δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας», Πλούτ.)
αρχ.
1. περιφρόνηση, καταφρόνια («ὑπεροψίας τῶν συμμάχων», Ισοκρ.)
2. (με θετ. σημ.) αδιαφορία για κάτι επιβλαβές ή κακό («ἐγκράτεια τοίνυν σώματος ὐπεροψία κατὰ τὴν πρὸς θεὸν ὁμολογίαν», Κλήμ. Αλ.).