διέρρωγα
From LSJ
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
English (LSJ)
v. διαρρήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
διέρρωγα: ἴδε ἐν λ. διαρρήγνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. διαρρήγνυμι.
Greek Monotonic
διέρρωγα: αμτβ. παρακ. του διαρρήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
διέρρωγα: pf. к διαρρήγνυμι.