δοκιμόω
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
English (LSJ)
= δοκιμάζω, Parm.1.32, Pherecyd. ap. D.L.1.122, Theoc.30.25, Hsch.
German (Pape)
[Seite 654] = δοκιμάζω; Pherecyd. bei D. L. 1, 122.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμόω: δοκιμάζω, Φερεκύδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 122.
Spanish (DGE)
(δοκῐμόω) • Alolema(s): lesb. δοκίμωμι Sapph.52, 56, Balbill.29.11
1 aprobar τὴν γραφὴν ... ἢν δοκιμώσῃς Pherecyd.Syr.Ep.p.460, cf. Hsch.
2 creer, considerar c. inf. οὐδ' ἴαν δοκίμωμι ἔσσεσθαι σοφίαν πάρθενον ... τεαύταν Sapph.56, cf. 52, ὄττις δοκίμοι ... νικάσην Ἔρον Theoc.30.25, οὐ δοκίμωμι σέθεν τόδ' ὄλεσθ' ἂν ἄγαλμα Balbill.l.c.
Russian (Dvoretsky)
δοκῐμόω: Pherecrates ap. Diog. L. = δοκιμάζω.