δορυβόλος
From LSJ
English (LSJ)
ον, hurling spears, μηχάνημα J.AJ9.10.3; δορυβόλον alone, Ph.Bel.95.20.
German (Pape)
[Seite 659] den Speer werfend, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δορῠβόλος: -ον, ὁ ἐξακοντίζων δόρατα, μηχάνημα Ἰώσηπ. Ι. Ἀρχ. 9. 10, 3, Φίλων Βελ. σ. 95, 20.
Spanish (DGE)
-ον
que dispara lanzas μηχανήματα I.AI 9.221
•subst. τὸ δ. máquina para disparar lanzas χρᾶσθαι ... τοῖς δορυβόλοις Ph.Mech.95.20.
Greek Monolingual
δορυβόλος, -ον (Α)
(για πολεμική μηχανή) αυτός που εξακοντίζει δόρατα.