εὐκατόρθωτος

From LSJ
Revision as of 11:13, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατόρθωτος Medium diacritics: εὐκατόρθωτος Low diacritics: ευκατόρθωτος Capitals: ΕΥΚΑΤΟΡΘΩΤΟΣ
Transliteration A: eukatórthōtos Transliteration B: eukatorthōtos Transliteration C: efkatorthotos Beta Code: eu)kato/rqwtos

English (LSJ)

ον, A easily effected, πολιορκία D.S.34/5.2.45; χειρουργία Heliod. ap. Orib.44.23.23. Adv. -τως Sch.A.R.1.246.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht herzustellen, durchzuführen, Erkl. von εὐήνυτος, Hesych., u. so bei Sp. – Adv., Schol. Ap. Rh. 1, 246.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατόρθωτος: -ον, εὐχερῶς κατορθούμενος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 101. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 246.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, -ον)
αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτοςπολιορκία», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ-ορθωτος (< κατ-ορθώ)].

Russian (Dvoretsky)

εὐκατόρθωτος: легко завершаемый, без труда доводимый до конца Diod.