θειόθεν
From LSJ
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
English (LSJ)
Adv., (cf. θεῖος (A) 1.4) from the Emperor, Just.Nov.82.9.
Greek Monolingual
θειόθεν (Μ) [[[θείος]] (Ι)]
επίρρ. από τον αυτοκράτορα, ως εκπρόσωπο του θεού.