θωρακικός

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκικός Medium diacritics: θωρακικός Low diacritics: θωρακικός Capitals: ΘΩΡΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: thōrakikós Transliteration B: thōrakikos Transliteration C: thorakikos Beta Code: qwrakiko/s

English (LSJ)

θωρακική, θωρακικόν
A suffering in the chest, Aët.8.63.
II θωρακικά, τά, with or without μόρια, region of the thorax, Pall.in Hp.2.97, 102 D.

German (Pape)

[Seite 1230] an der Brust leidend, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

θωρᾱκικός: -ή, -όν, πάσχων νόσον τοῦ θώρακος, «στηθικός», Ἀέτ. σ. 167, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θωρακικός, -ή, -όν) θώραξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θώρακα («θωρακικοί σπόνδυλοι»)
νεοελλ.
ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θωρακικά
τάξη θυσανόποδων καρκινοειδών
αρχ.
1. αυτός που πάσχει από νόσο του θώρακα, αυτός που έχει στηθικό νόσημα
2. φρ. «θωρακικά μόρια» και «θωρακικά» — τα μόρια του σώματος που ανήκουν στον θώρακα.