γαλακοθρέμμων
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (τρέφω)
A milk-fed, prob. in Antiph. 52.4 for γαλακτο-. γαλακόχρως, = γαλακτόχρως, nom.pl. -χροες Opp.C.3.478.
Full diacritics: γαλακοθρέμμων | Medium diacritics: γαλακοθρέμμων | Low diacritics: γαλακοθρέμμων | Capitals: ΓΑΛΑΚΟΘΡΕΜΜΩΝ |
Transliteration A: galakothrémmōn | Transliteration B: galakothremmōn | Transliteration C: galakothremmon | Beta Code: galakoqre/mmwn |
ον, gen. ονος, (τρέφω)
A milk-fed, prob. in Antiph. 52.4 for γαλακτο-. γαλακόχρως, = γαλακτόχρως, nom.pl. -χροες Opp.C.3.478.