γαλακοθρέμμων

English (LSJ)

γαλακοθρέμμον, gen. ονος, (τρέφω) milk-fed, prob. in Antiph. 52.4 for γαλακτο-. γαλακόχρως, = γαλακτόχρως, nom.pl. -χροες Opp.C.3.478.