καταλυμακόομαι
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
(λῦμαξ) Pass., to be silted up, Tab.Heracl.1.56.
Greek (Liddell-Scott)
καταλυμακόομαι: -οῦμαι, Παθ., καλύπτομαι μὲ λίθους, Ἡρακλειωτ. Πίν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774-56: ὁ Ἡσύχ. ἔχει λύμακες· πέτραι.