καταλυμακόομαι

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλῡμᾰκόομαι Medium diacritics: καταλυμακόομαι Low diacritics: καταλυμακόομαι Capitals: ΚΑΤΑΛΥΜΑΚΟΟΜΑΙ
Transliteration A: katalymakóomai Transliteration B: katalymakoomai Transliteration C: katalymakoomai Beta Code: katalumako/omai

English (LSJ)

(λῦμαξ) Pass., to be silted up, Tab.Heracl.1.56.

Greek (Liddell-Scott)

καταλυμακόομαι: -οῦμαι, Παθ., καλύπτομαι μὲ λίθους, Ἡρακλειωτ. Πίν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774-56: ὁ Ἡσύχ. ἔχει λύμακες· πέτραι.