κολλυβιστήριον
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
τό, A money-changer's office, PTeb.485 (ii B.C.).
Greek Monolingual
κολλυβιστήριον, τὸ (Α) κολλυβίζω
το κατάστημα του κολλυβιστή.