κορωνοποδώδης
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
ες, like crow's feet, Thphr.HP1.10.5.
Greek (Liddell-Scott)
κορωνοποδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ φυτῷ κορωνόπους, ἐκ διορθώσεως ἐν Θεοφρ. Φυτ. π. Ἱστ. 1. 10, 5, (κατ’ εἰκασίαν) ἀντὶ σκολοπώδης.
Greek Monolingual
κορωνοποδώδης, -ῶδες (Α) κορωνόπους
αυτός που μοιάζει με τα πόδια της κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] ὥσπερ ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.).