οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
SourceClick links below for lookup in third sources:
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A bawling, Com. formation in the phrase κραγὸν κεκράξεται (cf. βάδον βαδίζεται) Ar.Eq.487, cf. Hsch.:—on the accent v. Hdn.Gr.2.20.
Greek Monolingual
κραγός, ὁ (Α)
δυνατή φωνή, κραυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραγ- του κράζω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-κραγ-ον) + κατάλ. -ός].