κοτυλισμός
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
ὁ, sale by retail of oil, Stud.Pal.22.177.23 (ii A. D.).
Greek Monolingual
κοτυλισμός, ὁ (Α) κοτυλίζω
λειανική πώληση.