λεπρόομαι
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
become leprous, LXX 4 Ki.5.1, 27, PHolm.3.16.
Greek (Liddell-Scott)
λεπρόομαι: παθ., γίνομαι λεπρός, ἐν τῷ παθ. πρκμ., Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ε΄, 1, 27).